- τριακόντερος
- ἡ, Αβλ. τριακόντορος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριακόντορος — και τριακόντερος και ιων. τ. τριηκόντορος, ἡ, Α πολεμικό πλοίο το οποίο μετακινούνταν με τριάντα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ορος / ερος (<ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. πεντηκόντ ορος / ερος] … Dictionary of Greek